- αρματήλατος
- ἁρματήλατος, -ον (Α)1. αυτός που περιστρέφεται δεμένος πάνω σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», Ευρ.)2. δρόμος κατάλληλος για κυκλοφορία αρμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατος < ελαύνω (πρβλ. αγήλατος, χαλκήλατος). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.